καταβάτην

καταβάτην
καταβάτης
one who dismounts
masc acc sg (attic epic ionic)
καταβαίνω
go
aor ind act 3rd dual (epic)
καταβαίνω
go
aor ind act 3rd dual (epic)
καταιβάτης
descending in thunder and lightning
masc acc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καταβατήν — καταβατός descending fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταβάτης — καταβάτης, ὁ (Α) [καταβαίνω] 1. αυτός που κατεβαίνει από το άλογο ή την άμαξα και μάχεται πεζός («καταβάτην τε σμικράσπιδα», Πλάτ.) 2. ως επίθ. ο κατερχόμενος απότομα, ο κατηφορικός («τὸν καταβάτην ᾅδην διαβάς», Γρηγ. Ναζ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”